ἀκαθαρσία

ἀκαθαρσία
ἀκαθαρσία, ας, ἡ (Hippocr., Pla. et al.; pap, LXX, En, TestAbr A 17 p. 99, 16 [Stone p. 46]; Test12Patr; Ar. 15, 6; Hippol., Ref. 5, 19, 20; in var. senses of something that is not clean)
lit. any substance that is filthy or dirty, refuse (UPZ 20, 70 [II B.C.]; BGU 1117, 27 [13 B.C.]; POxy 912, 26; 1128, 25 [173 A.D.]) of the contents of graves, causing ceremonial impurity Mt 23:27 (cp. Num 19:13).
fig. a state of moral corruption (Epict. 4, 11, 5; 8; Pr 6:16; 24:9; Wsd 2:16; 3 Macc 2:17; 1 Esdr 1:40; EpArist 166; En 10:20; Philo, Leg. All. 2, 29) immorality, vileness esp. of sexual sins (Vett. Val. p. 2, 19; En 10:11; Ar. 15, 6; Orig., C. Cels. 7, 48, 4) w. πορνεία 2 Cor 12:21; Gal 5:19; Col 3:5; Eph 5:3. Opp. ἁγιασμός 1 Th 4:7; Ro 6:19. Of unnatural vices: παραδιδόναι εἰς ἀ. give over to vileness Ro 1:24. διʼ ἀκαθαρσίαν with immoral intent B 10:8. εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης to the practice of every kind of immorality Eph 4:19. Of impure motive (Demosth. 21, 119; BGU 393, 16 [168 A.D.]; Did., Gen. 196, 17) 1 Th 2:3 (w. πλάνη and δόλος). ἐν ἀ. τινῶν B 19:4 is uncertain; prob. in the presence of impure people.—DELG s.v. καθαρός. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκαθαρσία — ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc/acc dual ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίᾳ — ἀκαθαρσίαι , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρσία — η βρομιά, ρυπαρότητα: Οι δρόμοι γέμισαν ακαθαρσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθαρσίας — ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc pl ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαι — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαν — ἀκαθαρσίᾱν , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσιῶν — ἀκαθαρσία uncleanness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαις — ἀκαθαρσία uncleanness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίη — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίην — ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”